- ξεράδι
- τό1) сухая ветка; сухостой; 2) перен. конечность; рука, нога;
μάζεψε τα ξεράδια σου — подбери ноги;
κάτω το ξεράδι σου — опусти руку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μάζεψε τα ξεράδια σου — подбери ноги;
κάτω το ξεράδι σου — опусти руку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεράδι — το ξερό κλαδί δένδρου ή φυτού, ξερόκλαδο 2. φρύγανο 3. (σε φράσεις που δηλώνουν περιφρόνηση) το πόδι, το χέρι, (α. «μη σηκώνεις το ξεράδι σου» β. «πάρε από τη μέση τα ξεράδια σου») 4. (στον πληθ. ως επίρρ. σε φράσεις που χρησιμοποιούνται… … Dictionary of Greek
ξεράδι — το 1. το ξερό κλαδί δέντρου ή φυτού: Μάζεψα ξεράδια κι άναψα φωτιά. 2. (περιφραστικά), τα άκρα του σώματος: Κάτω το ξεράδι σου, μάζεψε τα ξεράδια σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek